ἀρχαικῆς

ἀρχαικῆς
ἀρχᾱϊκῆς , ἀρχαικός
old-fashioned
fem gen sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Μουσείο, Αρχαιολογικό Δελφών — Το Μουσείο των Δελφών, που στεγάζει μία από τις πλουσιότερες συλλογές έργων της αρχαίας ελληνικής τέχνης, χτίστηκε την πρώτη δεκαετία του 20ού αι., από τη Γαλλική Αρχαιολογική Σχολή, με χρήματα του ελληνικού δημοσίου και την αρωγή του εθνικού… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Αρχαιολογικό Δήλου — Το Μουσείο της Δήλου αποτελεί μοναδικό φαινόμενο. Eίναι ένα από τα σημαντικότερα μουσεία της Eλλάδας, και όμως βρίσκεται σ’ ένα άγονο και ακατοίκητο νησί. Στο νησί, όπου σήμερα δεν επιτρέπεται η διανυκτέρευση παρά μόνο στους φύλακες του… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Αρχαιολογικό Ολυμπίας — Οι συστηματικές ανασκαφές στο ιερό της Ολυμπίας, τον προσφιλέστερο λατρευτικό χώρο της αρχαίας Ελλάδας, άρχισαν το 1875, από Γερμανούς αρχαιολόγους, και με ολιγόχρονες διακοπές συνεχίζονται μέχρι σήμερα. Τα πλούσια ευρήματα των ανασκαφών βρήκαν… …   Dictionary of Greek

  • αρχαϊκή τέχνη — Ο όρος α.τ. (από τη λέξη αρχή)δόθηκε στην ελληνική τέχνη του 7ου και 6ου αι. π.Χ., όταν δεν ήταν ακόμα γνωστή η γεωμετρική τέχνη που προηγήθηκε· οπωσδήποτε, όμως, αποτελεί κάτι νέο στον ελληνικό κόσμο. Καμιά εποχή δεν έδωσε στην ελληνική τέχνη… …   Dictionary of Greek

  • Αφαία — Θεά που λατρευόταν στην Αίγινα. Σύμφωνα με τον σχετικό μύθο, δημιούργημα των ύστερων χρόνων της αρχαιότητας, ο βασιλιάς της Κρήτης Μίνωας ερωτεύτηκε τη Δίκτυννα (ή Βριτόμαρτι) και την καταδίωκε επίμονα. Εκείνη για να γλιτώσει έπεσε στη θάλασσα.… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο Ακροπόλεως (Αθηνών) — Κατατάσσεται ανάμεσα στα σημαντικότερα μουσεία του κόσμου για την ιστορία της τέχνης. Στη συλλογή του συμπεριλαμβάνονται μερικά από τα ομορφότερα έργα της πλαστικής τέχνης της αρχαϊκής και κλασικής περιόδου. Κανένας φιλότεχνος δεν πρέπει να… …   Dictionary of Greek

  • κούρος — Μαρμάρινο αναθηματικό ή επιτύμβιο άγαλμα της μνημειακής ελληνικής αρχαϊκής πλαστικής, που απεικονίζει νέους σε όρθιο γυμνό. Ο εικαστικός τύπος του κ., εμπνευσμένος από αιγυπτιακά πρότυπα, εμφανίζεται όρθιος, μετωπικός, με φαρδείς ώμους, λεπτή… …   Dictionary of Greek

  • κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Κοινωνία και Οικονομία (Αρχαιότητα) — ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΑΡΧΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ Η οικονομία στην Aρχαϊκή περίοδο Στον τομέα της οικονομίας, στην Aρχαϊκή περίοδο, σημειώθηκε μια σημαντική πρόοδος σε σχέση με τη Γεωμετρική περίοδο. Κατά τη διάρκεια της Γεωμετρικής… …   Dictionary of Greek

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”